ουρακοτάγκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん ουρακοτάγκος οおみくろんιいおた ουρακοτάγκοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ουρακοτάγκοおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー ουρακοτάγκωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ουρακοτάγκοおみくろん τους ουρακοτάγκους
     κλητική ουρακοτάγκεいぷしろん ουρακοτάγκοおみくろんιいおた
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουρακοτάγκος.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ουρακοτάγκος < (λόγιο δάνειο) γαλλική orang-outan < μαλαϊκή (μαλαισιανή) orang (άνθρωπος) + utan (δάσος). Τたうοおみくろん επίθετο οおみくろんὐραγκουταγκοειδής, ήδη από τたうοおみくろん 1891.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /u.ɾa.koˈtaŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οおみくろんυうぷしろんρろーαあるふぁκかっぱοおみくろん‐τάγ‐κος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ουρακοτάγκος αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ανθρωπόμορφος πίθηκος τたうοおみくろんυうぷしろん γένους Pongo της υποοικογένειας Ponginae
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) άγριος κかっぱαあるふぁιいおた κακάσχημος άνθρωπος [2]
     συνώνυμα: αγριάνθρωπος

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ουρακοτάγκοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από τたうοおみくろん 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)