ουρακοτάγκος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/0/0b/Orangutan.jpg/220px-Orangutan.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρακοτάγκος < (λόγιο δάνειο) γαλλική orang-outan < μαλαϊκή (μαλαισιανή) orang (άνθρωπος) + utan (δάσος).
Τ ο επίθετοο ὐραγκουταγκοειδής, ήδη απότ ο 1891.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /u.ɾa.koˈtaŋ.ɡos/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
ο υ ‐ρ α ‐κ ο ‐τάγ‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουρακοτάγκος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ανθρωπόμορφος πίθηκος
τ ο υ γένους Pongo της υποοικογένειας Ponginae - (μεταφορικά, σκωπτικό) άγριος
κ α ι κακάσχημος άνθρωπος [2]
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. - ↑ ουρακοτάγκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α μαλαϊκά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)