ο ἴφ ω
Μετάβαση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ο ἴφ ω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃yebʰ-
Ρήμα
[επεξεργασία]- (δωρικός τύπος ) συνουσιάζομαι, γαμώ, συνευρίσκομαι (
γ ι α ανθρώπους)- ※ 6ος
π κ ε αιώνας, Επιγραφή χαραγμένη βουστροφηδόνσ ε βράχοσ τ ο Βαθύ της Αστυπάλαιας. (*)Ν <ι >κασίτιμο<ς>ο ἶφ ε Τιμίονα.
- ※ 6ος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]ο ἴφ ω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, απότ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.