στομώνω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στομώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στομώνω < αρχαία ελληνική στομόω /
σ τ ο μ ῶ.[1] Δείτεκ α ι στόμα
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /stoˈmo.no/- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐μώ‐
ν ω
Ρήμα
[επεξεργασία]στομώνω, αόρ.: στόμωσα,
- (
γ ι α εργαλεία) κάνωτ η ν κόψη λιγότερο κοφτερή - (μεταφορικά) μειώνω
τ η ν ικανότητα - (σπάνιο) ενισχύω
τ η ν κόψη εργαλείου,τ η ν κάνωπ ι ο γερήκ α ι ανθεκτική, είτε βυθίζοντας ζεστότ ο μέταλλοσ ε κρύο νερό, είτε επενδύονταςμ ε ατσάλι [2]
Συγγενικά
[επεξεργασία]→
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
στομώνω | στόμωνα | στομώνοντας | ||||
στομώνεις | στόμωνες | στόμωνε | ||||
στομώνει | στόμωνε | |||||
στομώνουμε | στομώναμε | |||||
στομώνετε | στομώνατε | στομώνετε | ||||
στομώνουν( |
στόμωναν στομώναν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
στόμωσα | στομώσει | |||||
στόμωσες | στόμωσε | |||||
στόμωσε | ||||||
στομώσαμε | ||||||
στομώσατε | στομώστε | |||||
στόμωσαν στομώσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω στομώσει | είχα στομώσει | |||||
έχεις στομώσει | είχες στομώσει | έχε στομωμένο | ||||
έχει στομώσει | είχε στομώσει | |||||
έχουμε στομώσει | είχαμε στομώσει | |||||
έχετε στομώσει | είχατε στομώσει | έχετε στομωμένο | ||||
έχουν στομώσει | είχαν στομώσει | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στομωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στομωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | ||||||
Υποτακτική |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
στομώνομαι | στομωνόμουν( |
|||||
στομώνεσαι | στομωνόσουν( |
|||||
στομώνεται | στομωνόταν( |
|||||
στομωνόμαστε | στομωνόμαστε στομωνόμασταν |
|||||
στομώνεστε | στομωνόσαστε στομωνόσασταν |
(στομώνεστε) | ||||
στομώνονται | στομώνονταν στομωνόντουσαν |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
στομώθηκα | στομωθεί | |||||
στομώθηκες | στομώσου | |||||
στομώθηκε | ||||||
στομωθήκαμε | ||||||
στομωθήκατε | στομωθείτε | |||||
στομώθηκαν στομωθήκαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
έχω στομωθεί | είχα στομωθεί | στομωμένος | ||||
έχεις στομωθεί | είχες στομωθεί | |||||
έχει στομωθεί | είχε στομωθεί | |||||
έχουμε στομωθεί | είχαμε στομωθεί | |||||
έχετε στομωθεί | είχατε στομωθεί | |||||
έχουν στομωθεί | είχαν στομωθεί | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στομωμένος - είμαστε, είστε, είναι στομωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στομωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στομωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | ||||||
Υποτακτική |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στομώνω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στομώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο «δηλώνω» - Ρήματα
σ ε -ώνω - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)