τたうοおみくろん

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: τό

Κλιτικός τύπος άρθρου

[επεξεργασία]

τたうοおみくろん ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό) κかっぱαあるふぁιいおた προφορικά αρσενικό

  1. ουδέτερο:
    1. ουδέτερο οριστικό άρθρο σしぐまτたうηいーたνにゅー ονομαστική ενικού
      Τたうοおみくろん καλό τたうοおみくろん παλικάρι, ξέρει κかっぱιいおた άλλο μονοπάτι.
    2. ουδέτερο οριστικό άρθρο σしぐまτたうηいーたνにゅー αιτιατική ενικού
      Άλλο τたうοおみくろん ένα, άλλο τたうοおみくろん άλλο.
      Δでるたεいぷしろんνにゅー έχει τたうοおみくろん γνώθι σαυτόν.
  2. αρσενικό άλλη μορφή τたうοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんνにゅー: αρσενικό οριστικό άρθρο σしぐまτたうηいーたνにゅー αιτιατική ενικού
    (δείτε, Παράρτημα:Γραμματική#τελικό νにゅー)
    Έχε τたうοおみくろん νにゅーοおみくろんυうぷしろん σしぐまοおみくろんυうぷしろん!

κλίσεις τたうωおめがνにゅー άρθρων

[επεξεργασία]
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ενικού οおみくろん ηいーた τたうοおみくろん
γενική ενικού
+ σしぐまεいぷしろん
τたうοおみくろんυうぷしろん
σしぐまτたうοおみくろんυうぷしろん
της
στης
τたうοおみくろんυうぷしろん
σしぐまτたうοおみくろんυうぷしろん
αιτιατική ενικού
+ σしぐまεいぷしろん
τたうοおみくろんνにゅー
σしぐまτたうοおみくろんνにゅー
τたうηいーた(νにゅー)
σしぐまτたうηいーた(νにゅー)
τたうοおみくろん
σしぐまτたうοおみくろん
ονομαστική πληθυντικού οおみくろんιいおた οおみくろんιいおた τたうαあるふぁ
γενική πληθυντικού
+ σしぐまεいぷしろん
τたうωおめがνにゅー
σしぐまτたうωおめがνにゅー
τたうωおめがνにゅー
σしぐまτたうωおめがνにゅー
τたうωおめがνにゅー
σしぐまτたうωおめがνにゅー
αιτιατική πληθυντικού
+ σしぐまεいぷしろん
τους
στους
τις
στις
τたうαあるふぁ
σしぐまτたうαあるふぁ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

τたうοおみくろん ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό)

  • αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γがんま' προσώπου, αντί τたうοおみくろんυうぷしろん αυτό
    τたうοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろん είπα, αλλά αυτός δでるたεいぷしろんνにゅー ήθελε νにゅーαあるふぁ μみゅーεいぷしろん πιστέψει

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

τたうοおみくろん ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]