φιλώ
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλώ < αρχαία ελληνική φιλέω-
φ ι λ ῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]φιλώ
- ακουμπώ
τ α χείλημ ο υ μ ε τρυφερότητασ ε κάποιον, δίνω ένα φιλί, ασπάζομαιΚ α ι σ υ στόμα οπού εφίλησα (Α . Κάλβος, Εις θάνατον,Κ Σ Τ )- φίλησα
τ ο ν Κώστα
- (μέσης διάθεσης) φιλιέμαι (λιγότερο δόκιμο, φιλιούμαι): φιλάω κάποιον
κ α ι τ ο ανταποδίδει, ανταλλάσσω φιλίμ ε κάποιον ή (π ι ο παλιά)κ α ι παθητικό, δηλαδή- φιλιέμαι
μ ε τ ο ν Κώστα - κοίτα, αυτοί φιλιούνται μπροστά
σ τ ο ν κόσμο
- φιλιέμαι
- (παθητικής διάθεσης, παλαιότερα) φιλιέμαι:
μ ε φιλούνη φιλημένη (αυτήπ ο υ έκατσεκ α ι τ η ν φίλησαν, ως στίγμα τους περασμένους αιώνεςγ ι α ανύπαντρα κορίτσια)
- (μεταφορικά) ως αποχαιρετισμός,
σ τ ο τέλος επιστολής ή τηλεφωνήματος- άντε
ν α κλείσουμεν α δουλέψωκ α ι λίγο,σ ε φιλώ
- άντε
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- φιλάω, ποιητικός τύπος, αλλά
κ α ι γενικάπ ι ο έντοντος τύπος απότ ο ν συνηρημένο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- φιλάω σταυρό (ορκίζομαι ότι λέω
τ η ν αλήθεια) - φίλησέ
μ ο υ τ ο ν ... (δώστουτ α χαιρετίσματάμ ο υ ) - φίλησε κατουρημένες ποδιές (έκανε πολύ ταπεινωτικές ενέργειες
γ ι α ν α καταφέρει κάτι) - χέρι
π ο υ δ ε ν μπορείςν α δαγκώσεις, φίλησέτ ο (υποταγή ότανδ ε ν μπορείςν α επιτεθείς ήν α διεκδικήσεις)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
φιλάω - φιλώ | φιλούσα - φίλαγα | φιλώντας | ||||
φιλάς | φιλούσες - φίλαγες | φίλα - φίλαγε | ||||
φιλάει - φιλά | φιλούσε - φίλαγε | |||||
φιλάμε - φιλούμε | φιλούσαμε - φιλάγαμε | |||||
φιλάτε | φιλούσατε - φιλάγατε | φιλάτε | ||||
φιλάν( |
φιλούσαν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
φίλησα | φιλήσει | |||||
φίλησες | φίλα - φίλησε | |||||
φίλησε | ||||||
φιλήσαμε | ||||||
φιλήσατε | φιλήστε | |||||
φίλησαν φιλήσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω φιλήσει | είχα φιλήσει | |||||
έχεις φιλήσει | είχες φιλήσει | |||||
έχει φιλήσει | είχε φιλήσει | |||||
έχουμε φιλήσει | είχαμε φιλήσει | |||||
έχετε φιλήσει | είχατε φιλήσει | |||||
έχουν φιλήσει | είχαν φιλήσει |
|