φιλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: φύλο, φύλλο, φίλο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλώ < αρχαία ελληνική φιλέω-φふぁいιいおたλらむだ

φιλώ

  1. ακουμπώ τたうαあるふぁ χείλη μみゅーοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん τρυφερότητα σしぐまεいぷしろん κάποιον, δίνω ένα φιλί, ασπάζομαι
    Κかっぱαあるふぁιいおた σしぐまυうぷしろん στόμα οπού εφίλησα (Αあるふぁ. Κάλβος, Εις θάνατον, ΚかっぱΣしぐまΤたう)
    φίλησα τたうοおみくろんνにゅー Κώστα
  2. (μέσης διάθεσης) φιλιέμαι (λιγότερο δόκιμο, φιλιούμαι): φιλάω κάποιον κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん ανταποδίδει, ανταλλάσσω φιλί μみゅーεいぷしろん κάποιον ή (πぱいιいおたοおみくろん παλιά) κかっぱαあるふぁιいおた παθητικό, δηλαδή
    φιλιέμαι μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー Κώστα
    κοίτα, αυτοί φιλιούνται μπροστά σしぐまτたうοおみくろんνにゅー κόσμο
  3. (παθητικής διάθεσης, παλαιότερα) φιλιέμαι: μみゅーεいぷしろん φιλούν
    • ηいーた φιλημένη (αυτή πぱいοおみくろんυうぷしろん έκατσε κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー φίλησαν, ως στίγμα τους περασμένους αιώνες γがんまιいおたαあるふぁ ανύπαντρα κορίτσια)
  4. (μεταφορικά) ως αποχαιρετισμός, σしぐまτたうοおみくろん τέλος επιστολής ή τηλεφωνήματος
    άντε νにゅーαあるふぁ κλείσουμε νにゅーαあるふぁ δουλέψω κかっぱαあるふぁιいおた λίγο, σしぐまεいぷしろん φιλώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • φιλάω, ποιητικός τύπος, αλλά κかっぱαあるふぁιいおた γενικά πぱいιいおたοおみくろん έντοντος τύπος από τたうοおみくろんνにゅー συνηρημένο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • φιλάω σταυρό (ορκίζομαι ότι λέω τたうηいーたνにゅー αλήθεια)
  • φίλησέ μみゅーοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんνにゅー ... (δώστου τたうαあるふぁ χαιρετίσματά μみゅーοおみくろんυうぷしろん)
  • φίλησε κατουρημένες ποδιές (έκανε πολύ ταπεινωτικές ενέργειες γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ καταφέρει κάτι)
  • χέρι πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー μπορείς νにゅーαあるふぁ δαγκώσεις, φίλησέ τたうοおみくろん (υποταγή όταν δでるたεいぷしろんνにゅー μπορείς νにゅーαあるふぁ επιτεθείς ή νにゅーαあるふぁ διεκδικήσεις)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]