χάντρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた χάντραあるふぁ οおみくろんιいおた χάντρες
      γενική της χάντρας τたうωおめがνにゅー χかいαあるふぁνにゅーτたうρろーών
    αιτιατική τたうηいーた χάντραあるふぁ τις χάντρες
     κλητική χάντραあるふぁ χάντρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας σωρός από χάντρες
φασόλια χάντρες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάντρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χάντρα < πιθανότατα προέλευσης από τたうηいーたνにゅー αραβική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈxan.dɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χάντρα (κかっぱαあるふぁιいおた χάνδρα) θηλυκό

  1. μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, περίπου σφαιρικού σχήματος, μみゅーεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ διαμπερή τρύπα σしぐまτたうηいーた μέση γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ μπορεί νにゅーαあるふぁ περάσει από εκεί κάποια κλωστή, αλυσίδα, καρφίτσα κかっぱλらむだπぱい.
  2. (γαστρονομία) γενική ονομασία γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー ξερό σπόρο τたうοおみくろんυうぷしろん φασολιού (φασόλια χάντρες)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]