ως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὡς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὡς

Πρόθεση

[επεξεργασία]

ως

  • (τοπικά) έφτασε ως τたうηいーたνにゅー άκρη τたうοおみくろんυうぷしろん κόσμου
  • (χρονικά) θしーたαあるふぁ είμαι σしぐまτたうοおみくろん σπίτι ως τις έξι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ως εκεί κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた παρέκει!: αρκετά!, φτάνει!, αυτό ξεπερνά τたうαあるふぁ όρια!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

ως

  1. μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー ιδιότητα τたうοおみくろんυうぷしろん/της
    • σας μιλώ ως επιστήμονας
  2. γがんまιいおたαあるふぁ κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんυうぷしろん αποδίδεται μία ιδιότητα, όπως (κかっぱαあるふぁιいおた) έναν/μια/ένα
    • νにゅーαあるふぁ αντιμετωπίζεις καθετί νέο ως πρόκληση κかっぱαあるふぁιいおた όχι ως απειλή
    • οおみくろん γιατρός μみゅーοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろん αντιμετωπίζει ως κρυολόγημα
    • μみゅーεいぷしろん βλέπουν ως ξένο
  3. πως/ότι είμαι

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Ηいーた χρήση τたうοおみくろんυうぷしろん σしぐまαあるふぁνにゅー αντί τたうοおみくろんυうぷしろん ως μみゅーεいぷしろん αυτή τたうηいーた σημασία είναι συχνή σしぐまτたうηいーたνにゅー καθημερινή ομιλία, αποδοκιμάζεται όμως από τους γραμματικούς, επειδή τたうοおみくろん σしぐまαあるふぁνにゅー υποδηλώνει ουσιαστικά ότι τたうοおみくろん υποκείμενο δでるたεいぷしろんνにゅー έχει πραγματικά αυτή τたうηいーたνにゅー ιδιότητα. Γがんまιいおたαあるふぁ παράδειγμα ηいーた φράση «μιλάει σしぐまαあるふぁνにゅー υπουργός» σημαίνει ότι δでるたεいぷしろんνにゅー είναι, αλλά παριστάνει ή μοιάζει (μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー τρόπο της ομιλίας τたうοおみくろんυうぷしろん) μみゅーεいぷしろん υπουργό, ενώ ηいーた φράση «μιλάει ως υπουργός», σημαίνει ότι είναι όντως υπουργός κかっぱαあるふぁιいおた μιλάει μみゅーεいぷしろん αυτήν τたうηいーたνにゅー ιδιότητα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ως

  1. (αναφορικό) μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー τρόπο πぱいοおみくろんυうぷしろん, όπως
    νにゅーαあるふぁ δέχεσαι τたうαあるふぁ πράγματα ως έχουν
  2. ως προς: σχετικά μみゅーεいぷしろん (κάτι), όσον αφορά σしぐまεいぷしろん (κάτι)
    οおみくろんιいおた επιδόσεις τたうοおみくろんυうぷしろん είναι μέτριες αλλά ως προς τたうηいーた διαγωγή τたうοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー παρατηρήσαμε κάτι τたうοおみくろん αξιόμεμπτο
  3. ως κかっぱαあるふぁιいおた: (επιδοτικό) ακόμα κかっぱαあるふぁιいおた, μέχρι κかっぱαあるふぁιいおた
    ως κかっぱαあるふぁιいおた ηいーた ίδια τたうοおみくろんυうぷしろん ηいーた μάνα τたうοおみくろんνにゅー μίσησε σしぐまτたうοおみくろん τέλος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ως συνήθως: όπως είναι συνηθισμένο
  • ως είθισται: όπως συνηθίζεται
  • ως ακολούθως: όπως ακολουθεί σしぐまτたうηいーた συνέχεια (τたうοおみくろんυうぷしろん κειμένου)
  • ως εξής: όπως ακολουθεί/παρουσιάζεται (αναλυτικά) σしぐまτたうηいーたνにゅー συνέχεια (τたうοおみくろんυうぷしろん κειμένου)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ως

  • (χρονικός) καθώς, εκεί πぱいοおみくろんυうぷしろん (παρωχ.)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]