ως
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὡς
Πρόθεση
[επεξεργασία]ως
- (τοπικά) έφτασε ως
τ η ν άκρητ ο υ κόσμου - (χρονικά)
θ α είμαισ τ ο σπίτι ως τις έξι
- (τοπικά) έφτασε ως
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ως εκεί
κ α ι μ η παρέκει!: αρκετά!, φτάνει!, αυτό ξεπερνάτ α όρια!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Μόριο
[επεξεργασία]ως
μ ε τ η ν ιδιότητατ ο υ /της- σας μιλώ ως επιστήμονας
γ ι α κάτιπ ο υ τ ο υ αποδίδεται μία ιδιότητα, όπως (κ α ι ) έναν/μια/έναν α αντιμετωπίζεις καθετί νέο ως πρόκλησηκ α ι όχι ως απειλήο γιατρόςμ ο υ τ ο αντιμετωπίζει ως κρυολόγημαμ ε βλέπουν ως ξένο
- πως/ότι είμαι
- θεωρείται ως αριστούργημα
- θεωρείται ως
τ ο αριστούργημάτ ο υ - θεωρείται ως
η κορυφαίασ τ ο χώρο της
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ως
- (αναφορικό)
μ ε τ ο ν τρόποπ ο υ , όπωςν α δέχεσαιτ α πράγματα ως έχουν
- ως προς: σχετικά
μ ε (κάτι), όσον αφοράσ ε (κάτι)ο ι επιδόσειςτ ο υ είναι μέτριες αλλά ως προςτ η διαγωγήτ ο υ δ ε ν παρατηρήσαμε κάτιτ ο αξιόμεμπτο
- ως
κ α ι : (επιδοτικό) ακόμακ α ι , μέχρικ α ι - ως
κ α ι η ίδιατ ο υ η μάνατ ο ν μίσησεσ τ ο τέλος
- ως
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ως συνήθως: όπως είναι συνηθισμένο
- ως είθισται: όπως συνηθίζεται
- ως ακολούθως: όπως ακολουθεί
σ τ η συνέχεια (τ ο υ κειμένου) - ως εξής: όπως ακολουθεί/παρουσιάζεται (αναλυτικά)
σ τ η ν συνέχεια (τ ο υ κειμένου)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ως προς
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]ως
- (χρονικός) καθώς, εκεί
π ο υ (παρωχ.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ως
→ δείτε |