аптека
Μετάβαση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]аптека (bg) θηλυκό
τ ο φαρμακείο
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]аптека (ru) θηλυκό
аптека (bg) θηλυκό
аптека (ru) θηλυκό