берег
Μετάβαση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]берег (ru) (béreg) αρσενικό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Ο ανώμαλος τύπος πληθυντικού берега είναισ τ η ν πραγματικότητα παλιά δϋική μορφή, αφούτ α ποτάμια έχουν δύο ακτές.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- пляж (pljaž) αρσενικό