берег

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

берег (ru) (béreg) αρσενικό

  1. ακτή, όχθη, παραλία
  2. γがんまηいーた

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Οおみくろん ανώμαλος τύπος πληθυντικού берега είναι σしぐまτたうηいーたνにゅー πραγματικότητα παλιά δϋική μορφή, αφού τたうαあるふぁ ποτάμια έχουν δύο ακτές.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]