внучка
Μετάβαση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]внучка (bg) θηλυκό
η εγγονή
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]внучка (ru) θηλυκό
η εγγονή
внучка (bg) θηλυκό
внучка (ru) θηλυκό