друг

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

друг (ru) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

друг (sr) (λατινική γραφή: drug) αρσενικό