перо
Μετάβαση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]перо (bg) ουδέτερο
τ ο φτερό
Ουκρανικά (uk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]перо (uk) ουδέτερο
τ ο φτερό
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]перо (ru) ουδέτερο
τ ο φτερό