перо

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

перо (bg) ουδέτερο

  1. τたうοおみくろん φτερό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

перо (uk) ουδέτερο

  1. τたうοおみくろん φτερό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

перо (ru) ουδέτερο

  1. τたうοおみくろん φτερό