χかいρろーαあるふぁ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: ώχρα, ὠχρά, ωχρά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χかいρろー αあるふぁ χかいρろーαあるふぁιいおた
      γενική τたうῆς χかいρろーᾱς τたうνにゅー χかいρろーνにゅー
      δοτική τたう χかいρろー τたうαあるふぁῖς χかいρろーαις
    αιτιατική τたうνにゅー χかいρろーνにゅー τたうὰς χかいρろーᾱς
     κλητική ! χかいρろー χかいρろーαあるふぁιいおた
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  χかいρろー
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  χかいρろーαあるふぁιいおたνにゅー
1ηいーた κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χかいρろーαあるふぁ < ὠχρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χかいρろーαあるふぁ θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]