Höhe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Höhe (de) θηλυκό

  1. τたうοおみくろん ύψος
  2. (γがんまιいおたαあるふぁ βουνά) τたうοおみくろん υψόμετρο