abattement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abattement < abattre + -ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.bat.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abattement abattements

abattement (fr) αρσενικό