abducteur
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ab.dyk.tœːʁ/- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abducteur | abducteurs |
θηλυκό | abductrice | abductrices |
abducteur (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abducteur | abducteurs |
abducteur (fr) αρσενικό