abeiller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abeiller abeillers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abeiller (fr) αρσενικό

  1. (εντομολογία) είδος μύγας πぱいοおみくろんυうぷしろん τρέφεται μみゅーεいぷしろん μέλι
  2. (ιδιωματικό) τόπος μみゅーεいぷしろん κυψέλες
     συνώνυμα: abeillier