abominate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abominate < λατινική abominatus, παθητική μετοχή τたうοおみくろんυうぷしろん abominari < ab + omen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /əˈbɒm.ɪ.neɪt/ (βρετανικό)
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /əˈbɑː.mə.neɪt/ (ΗいーたΠぱいΑあるふぁ)
 

abominate (en) (επίσημο)

  • απεχθάνομαι, νιώθω απέχθεια γがんまιいおたαあるふぁ κάτι, μισώ σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ύψιστο βαθμό
"Much as I abominate writing, I would not give up Mr. Collins's correspondence for any consideration." (Pride and Prejudice)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τたうηいーた λέξη hate

Συγγενικά

[επεξεργασία]