abot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.bɔ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abot abots

abot (fr) αρσενικό