accompany
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | accompany |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accompanies |
αόριστος | accompanied |
παθητική μετοχή | accompanied |
ενεργητική μετοχή | accompanying |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- accompany < μέση αγγλική accompanien < παλαιά γαλλική acompagner < compaign
Ρήμα
[επεξεργασία]accompany (en)
- συνοδεύω, ταξιδεύω μαζί
μ ε κάποιον άλλο- ↪ His bodyguards were accompanying him.
Τ ο ν συνοδεύανο ι σωματοφύλακέςτ ο υ .
- ↪ He came accompanied by all his family.
- Ήρθε συνοδευόμενος από όλη
τ ο υ τ η ν οικογένεια.
- Ήρθε συνοδευόμενος από όλη
- ↪ His bodyguards were accompanying him.
- συνοδεύω,
π ο υ γίνεται ή εμφανίζεταιμ ε κάτι άλλο- ↪ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
Η κάθε νέα στάσητ ο υ μετρόπ ο υ προστίθεταισ τ ο συγκοινωνιακό σύστημαδ ε ν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
- ↪ Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
- (μουσική) συνοδεύω, ακομπανιάρω