accompany

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας accompany
γ΄ ενικό ενεστώτα accompanies
αόριστος accompanied
παθητική μετοχή accompanied
ενεργητική μετοχή accompanying

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
accompany < μέση αγγλική accompanien < παλαιά γαλλική acompagner < compaign

accompany (en)

  1. συνοδεύω, ταξιδεύω μαζί μみゅーεいぷしろん κάποιον άλλο
    His bodyguards were accompanying him.
    Τたうοおみくろんνにゅー συνοδεύαν οおみくろんιいおた σωματοφύλακές τたうοおみくろんυうぷしろん.
    He came accompanied by all his family.
    Ήρθε συνοδευόμενος από όλη τたうοおみくろんυうぷしろん τたうηいーたνにゅー οικογένεια.
  2. συνοδεύω, πぱいοおみくろんυうぷしろん γίνεται ή εμφανίζεται μみゅーεいぷしろん κάτι άλλο
    Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
    Ηいーた κάθε νέα στάση τたうοおみくろんυうぷしろん μετρό πぱいοおみくろんυうぷしろん προστίθεται σしぐまτたうοおみくろん συγκοινωνιακό σύστημα δでるたεいぷしろんνにゅー συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
  3. (μουσική) συνοδεύω, ακομπανιάρω