accurate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
accurate < λατινική accuratus < accuro < ad- + curo < cura

Επίθετο

[επεξεργασία]

accurate (en)

  • ακριβής
    an accurate measure - μみゅーιいおたαあるふぁ ακριβής μέτρηση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σύγκριση
accuracy κかっぱαあるふぁιいおた precision