action

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
action actions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

action (en)

  1. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた δράση, ηいーた πράξη, ηいーた διαδικασία νにゅーαあるふぁ κάνω κάτι γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ κάνω κάτι νにゅーαあるふぁ συμβεί ή νにゅーαあるふぁ αντιμετωπίσω μみゅーιいおたαあるふぁ κατάσταση
    Wishes aren’t enough, action is also needed.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー αρκούν οおみくろんιいおた ευχές, χρειάζεται κかっぱαあるふぁιいおた δράση.
    It’s time for action.
    Είναι ώρα γがんまιいおたαあるふぁ δράση.
    He is a man of action.
    Είναι άνθρωπος της πράξης.
  2. ηいーた πράξη, ηいーた ενέργεια, κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん κάνει κάποιος
    They are judging him by his actions.
    Τたうοおみくろんνにゅー κρίνουν από τις πράξεις τたうοおみくろんυうぷしろん.
    Actions speak louder than words.
    Οおみくろんιいおた πράξεις αξίζουν περισσότερο από τたうαあるふぁ λόγια.
    I was informed of his actions.
    Πληροφορήθηκα τις ενέργειες τたうοおみくろんυうぷしろん.
  3. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた αγωγή, ηいーた ενέργεια, μみゅーιいおたαあるふぁ νομική διαδικασία γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ σταματήσει ένα άτομο ή μみゅーιいおたαあるふぁ εταιρεία από τたうοおみくろん νにゅーαあるふぁ κάνει κάτι ή νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろん τιμωρήσει
    I am taking (legal) action.
    Κάνω αγωγή.
    legal actions - δικαστικές/νόμιμες ενέργειες
  4. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた μάχη
    He died in action.
    Σκοτώθηκε σしぐまτたうηいーた μάχη.
  5. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた δράση, συναρπαστικά γεγονότα
    I live a life of action.
    Ζぜーたωおめが μみゅーιいおたαあるふぁ ζωή μみゅーεいぷしろん δράση.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ak.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
action actions

action (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]