acute
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | acute |
συγκριτικός | more acute |
υπερθετικός | most acute |
Επίθετο
[επεξεργασία]acute (en)
- οξύς, πολύ σοβαρός
- ↪ Juvenile delinquency is an acute social problem.
Η εγκληματικότητατ ω ν νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
- ↪ Juvenile delinquency is an acute social problem.
- οξύς,
γ ι α ασθένειεςπ ο υ γίνονται γρήγορα σοβαρέςκ α ι επικίνδυνες- ↪ acute kidney failure - οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- οξύς,
γ ι α τις αισθήσειςπ ο υ είναι ευαίσθητες- ↪ acute vision - οξεία όραση
- (γεωμετρία) οξύς
- (
γ ι α τονισμένο γράμμα)π ο υ παίρνει οξεία