admittedly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
admittedly < admitted + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

admittedly (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

βιβλιογραφία

[επεξεργασία]
  • To Explain the World: The Discovery of Modern Science τたうοおみくろんυうぷしろん Steven Weinberg, εκδόσεις: Harper Perennial, σしぐまεいぷしろんλらむだ. xi, ISBN 9780062346667