adoptant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό adoptant adoptants
θηλυκό adoptante adoptantes

adoptant (fr)

  1. αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん υιοθετεί, οおみくろん θετός γονιός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό adoptant adoptants
θηλυκό adoptante adoptantes

adoptant (fr)

  1. αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん υιοθετεί, οおみくろん θετός γονιός