advance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
advance advances

advance (en)

  1. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた πρόοδος, ηいーた εξέλιξη
    This discovery represents a major scientific advance.
    Ηいーた ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μみゅーιいおたαあるふぁ μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
  2. ηいーた προέλαση
    the enemy’s advance - ηいーた προέλαση τたうοおみくろんυうぷしろん εχθρού
  3. ηいーた προκαταβολή
    I will go to the director to ask for an advance.
    Θしーたαあるふぁ πάω σしぐまτたうοおみくろん διευθυντή νにゅーαあるふぁ ζητήσω προκαταβολή.
  4. (μόνο πληθυντικός) ερωτικές κρούσεις, οおみくろんιいおた προσπάθειες έναρξης σεξουαλικής σχέσης μみゅーεいぷしろん κάποιον
    He made advances on her.
    Της έκανε ερωτικές κρούσεις.
ενεστώτας advance
γ΄ ενικό ενεστώτα advances
αόριστος advanced
παθητική μετοχή advanced
ενεργητική μετοχή advancing

advance (en)

  1. προχωρώ μπροστά, πλησιάζω
    The enemy was advancing unrestrained.
    Οおみくろん εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος.
  2. προάγω
  3. επιταχύνω τたうηいーたνにゅー ανάπτυξη ή τたうηいーたνにゅー πρόοδο μιας διαδικασίας
  4. δίνω κάτι (χρήματα) νωρίτερα από ό,τたうιいおた όφειλα
  5. υψώνω, αυξάνω κάτι
  6. προτείνω κάτι

Παράγωγα

[επεξεργασία]