advento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
advento < advent- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική advento adventoj
αιτιατική adventon adventojn

advento (eo)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
advento < (λατινικά) advenio (la)

advento (la) (adventō1, adventāvī, adventātum, adventāre)