aero
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aero | aeroj |
αιτιατική | aeron | aerojn |
aero (eo)
ο αέρας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aero | aeroj |
αιτιατική | aeron | aerojn |
aero (eo)