agavo
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agavo | agavoj |
αιτιατική | agavon | agavojn |
agavo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agavo | agavoj |
αιτιατική | agavon | agavojn |
agavo (eo)