akraĵo
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akraĵo | akraĵoj |
αιτιατική | akraĵon | akraĵojn |
akraĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akraĵo | akraĵoj |
αιτιατική | akraĵon | akraĵojn |
akraĵo (eo)