akvoturo
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvoturo | akvoturoj |
αιτιατική | akvoturon | akvoturojn |
akvoturo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvoturo | akvoturoj |
αιτιατική | akvoturon | akvoturojn |
akvoturo (eo)