alone
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | alone |
συγκριτικός | more alone |
υπερθετικός | most alone |
alone (en)
- μόνος
τ ο υ , χωρίς άλλους ανθρώπους- ↪ They were alone in the forest.
- Ήταν μόνοι τους
σ τ ο δάσος.
- Ήταν μόνοι τους
- ↪ -“I failed!” -“You are not alone!”
- -«Απότυχα!» -«
Δ ε ν είσαιο μόνος!»
- -«Απότυχα!» -«
- ↪ They were alone in the forest.
- μόνος
κ α ι δυστυχισμένος ή χωρίς φίλους- ↪ She is alone with her thoughts/grief.
- Είναι μόνη
μ ε τις σκέψεις/τ η λύπη της.
- Είναι μόνη
- ↪ She is alone with her thoughts/grief.
Επίρρημα
[επεξεργασία]alone (en) (χωρίς παραθετικά)
- μόνο, μόνος
μ ο υ , μοναχός, χωρίς συντροφιά, χωρίς άλλους ανθρώπους- ↪ John came alone; no one else.
- Μόνο
ο Γιάννης ήρθε· κανείς άλλος.
- Μόνο
- ↪ He was sitting alone.
- Καθόταν μόνος
τ ο υ .
- Καθόταν μόνος
- ↪ He lives alone.
Ζ ε ι μόνοςτ ο υ /μοναχόςτ ο υ .
- ↪ Leave me alone/leave us alone for a moment.
- Άφησέ
μ ε μόνο/Άφησέ μας μόνουςμ ι α στιγμή.
- Άφησέ
- ↪ John came alone; no one else.
- μόνος
τ ο υ , μοναχός, χωρίςτ η βοήθεια άλλων ανθρώπων ή πραγμάτων- ↪ He works alone. He has his own work.
- Δουλεύει μόνος
τ ο υ . Έχει δικήτ ο υ δουλεία.
- Δουλεύει μόνος
- ↪ If you are scared, I will go at it alone.
Α ν εσείς φοβάστε,θ α προχωρήσω μόνοςμ ο υ .
- ↪ I will make it alone.
Θ α τ ο φτιάξω μοναχός (μ ο υ ).
- ↪ He works alone. He has his own work.
- μόνος
μ ο υ ,η μοναξιά, μόνοςκ α ι δυστυχισμένος ή χωρίς φίλους- ↪ She went to the dance alone.
- Πήγε
σ τ ο χορό μόνη της.
- Πήγε
- ↪ I feel alone.
- Νιώθω μόνος/μοναξιά.
- ↪ She went to the dance alone.
- μόνος
μ ο υ , μόνο, χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικό ή αντωνυμίαγ ι α ν α δηλώσει ότιτ ο πρόσωπο ήτ ο πράγμαπ ο υ αναφέρεται είναιτ ο μόνο- ↪ He alone killed two lions.
- Σκότωσε
δ υ ο λιοντάρια εντελώς μόνοςτ ο υ .
- Σκότωσε
- ↪ This concerns me alone and no one else.
- Aυτό αφορά μόνο εμένα
κ α ι κανέναν άλλον.
- Aυτό αφορά μόνο εμένα
- ↪ You alone can help me.
- Μόνο εσύ μπορείς
ν α μ ε βοηθήσεις.
- Μόνο εσύ μπορείς
- ↪ He alone killed two lions.
- μόνο, αποκλειστικά, χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικό ή αντωνυμία
γ ι α ν α τονίσει ένα συγκεκριμένο πράγμα- ↪ The price includes breakfast alone, nothing else.
Σ τ η ν τιμή περιλαμβάνεται μόνοτ ο πρωινό, τίποτε άλλο.
- ↪ The price includes breakfast alone, nothing else.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- by oneself
- nothing but
- nothing short of
- on one's own
- only
- →
κ α ι δείτετ η λέξη solely
Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- alone - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 561, 562. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόνο(ν ), μόνος