amenable
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]- σύμφωνος, πρόθυμος
- amenable to: επιδεκτικός,
π ο υ υπόκειταισ ε ,π ο υ δύναταιν α επηρεάσειτ ο ν /επηρεαστεί από,π ο υ επιδρά (ο ίδιος ή) πάνωτ ο υ κάποιος-κάτι,π ο υ δυνητικά βρίσκεται υπότ η ν επιρροή