antikva

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
antikva < antikv + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική antikva antikvaj
αιτιατική antikvan antikvajn

antikva (eo)

la antikva konstruaĵo, τたうοおみくろん αρχαίο κτίσμα