aquele

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Αντωνυμία

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
αρσενικό aquele aqueles
θηλυκό aquela aquelas

aquele (pt)

  • εκείνος (λέγεται γがんまιいおたαあるふぁ κάτι ή κάποιον πぱいοおみくろんυうぷしろん βρίσκεται μακριά από τους συνομιλητές)