arc
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arc | arcs |
arc (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arc | arcs |
arc (fr) αρσενικό
- (γεωμετρία, οπλισμός)
τ ο τόξο - (αρχιτεκτονική)
η αψίδα
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]arc (fr) αρσενικό άκλιτο
- μόλυνση
τ ο υ οργανισμού απότ ο ν ιότ ο υ AIDS
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γεωμετρία (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από
τ α λατινικά (γαλλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (γαλλικά) - Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Γεωμετρία (γαλλικά)
- Οπλισμός (γαλλικά)
- Αρχιτεκτονική (γαλλικά)
- Συντομομορφές (γαλλικά)