archive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
archive archives

archive (en)

  • τたうοおみくろん αρχείο
    a photo archive - φωτογραφικό αρχείο
ενεστώτας archive
γ΄ ενικό ενεστώτα archives
αόριστος archived
παθητική μετοχή archived
ενεργητική μετοχή archiving

archive (en)

  • αρχειοθετώ, τοποθετώ ένα έγγραφο ή άλλο υλικό σしぐまεいぷしろん ένα αρχείο
    The documents must be archived.
    Τたうαあるふぁ έγγραφα πρέπει νにゅーαあるふぁ αρχειοθετηθούν.



      ενικός         πληθυντικός  
archive archives

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

archive (fr) θηλυκό