area
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- area < (άμεσο δάνειο) λατινική area
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
area | areas |
area (en)
η περιοχή- ↪ The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
Ο ι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω απότ η ν περιοχή όπου θεάθηκανο ι δραπέτες.
- ↪ The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
η έκταση,τ ο εμβαδόν,ο χώρος, οποιαδήποτε τρισδιάστατη έκταση