armament
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
armament | armaments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]armament (en)
τ ο όπλο,ο εξοπλισμόςο εξοπλισμός,ο εφοδιασμόςμ ε όπλα
ενικός | πληθυντικός |
armament | armaments |
armament (en)