armament

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
armament armaments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

armament (en)

  1. τたうοおみくろん όπλο, οおみくろん εξοπλισμός
    the armament race - οおみくろん ανταγωνισμός τたうωおめがνにゅー εξοπλισμών
     συνώνυμα: arm
  2. οおみくろん εξοπλισμός, οおみくろん εφοδιασμός μみゅーεいぷしろん όπλα
    The purchase of new weapons for the armament of our army
    Ηいーた αγορά νέων όπλων γがんまιいおたαあるふぁ εξοπλισμό τたうοおみくろんυうぷしろん στρατού μας
     συνώνυμα: arming