ash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ash ashes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ash (en)

  1. ηいーた στάχτη, ηいーた τέφρα, ηいーた σποδός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ash (en)

  1. (δέντρο) δέντρο τたうοおみくろんυうぷしろん γένους Fraxinus, τたうοおみくろん φράξο
  2. τたうοおみくろん ξύλο αυτού τたうοおみくろんυうぷしろん δέντρου
  3. ονομασία τたうοおみくろんυうぷしろん συμβόλου æ