assistance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
assistance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική assistance < μέση γαλλική assistance < μεσαιωνική λατινική assistentia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /əˈsɪs.təns/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
assistance assistances

assistance (en)

  • ηいーた βοήθεια
    ※  allow remote assistance connections to this computer (OS, Windows 7 System Properies)
    επιτρέψτε συνδέσεις απομακρυσμένης βοήθειας σしぐまεいぷしろん αυτόν τたうοおみくろんνにゅー υπολογιστή (Απόδοση: τたうοおみくろん Βικιλεξικό.)



      ενικός         πληθυντικός  
assistance assistances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assistance (fr) θηλυκό