astonish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας astonish
γ΄ ενικό ενεστώτα astonishes
αόριστος astonished
παθητική μετοχή astonished
ενεργητική μετοχή astonishing

astonish (en)

  • καταπλήσσω, εκπλήσσω
    I was astonished to see him leave.
    Καταπλάγηκα όταν τたうοおみくろんνにゅー είδα νにゅーαあるふぁ φεύγει.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]