attitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
attitude attitudes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attitude (en)

  • (μετρήσιμο) ηいーた στάση, οおみくろん τρόπος πぱいοおみくろんυうぷしろん σκέφτομαι κかっぱαあるふぁιいおた νιώθω γがんまιいおたαあるふぁ κάποιον ή κάτι, οおみくろん τρόπος πぱいοおみくろんυうぷしろん συμπεριφέρομαι σしぐまεいぷしろん κάποιον ή κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん δείχνει πώς σκέφτομαι κかっぱαあるふぁιいおた αισθάνομαι
    a friendly/hostile attitude - φιλική/εχθρική στάση
    his attitude towards me - ηいーた στάση απέναντί μみゅーοおみくろんυうぷしろん



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attitude (fr)