away
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]away (en) (χωρίς παραθετικά)
- μακριά,
σ ε απόσταση από κάποιον ή κάτισ τ ο χώρο ήσ τ ο χρόνο- ↪ The noise could be heard from a mile away.
Η φασαρία ακουγόταν από ένα μίλι.
- ↪ The noise could be heard from a mile away.
- λείπω, εκτός,
δ ε ν είμαι παρών - συνεχίζω
ν α κάνω κάτι, χρησιμοποιείται μετά από ρήματαγ ι α ν α π ε ι ότι κάτι γίνεται συνέχεια ήμ ε μεγάλη ενεργητικότητα- ↪ He was knocking away at the door with all his might.
- Συνέχισε
ν α χτυπάειτ η ν πόρταμ ' όλητ ο υ τ η δύναμη.
- Συνέχισε
- ↪ Midnight came and they were still chatting away.
- Ήρθαν μεσάνυχτα
κ ι αυτοί συνέχιζαν ακόματ η ν κουβέντα τους.
- Ήρθαν μεσάνυχτα
- ↪ He was knocking away at the door with all his might.
Παράγωγα
[επεξεργασία]όπως
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Λήμματα
μ ε 'away' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσασ τ ο Βικιλεξικό - Λήμματα
μ ε τ ο ν όρο 'away' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσασ τ ο Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- away (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- away (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω