bent on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bent on < → δείτε τις λέξεις bent κかっぱαあるふぁιいおた on

Έκφραση

[επεξεργασία]

bent on (en)

  • (ιδιωματισμός) βάλθηκα νにゅーαあるふぁ, είμαι αποφασισμένος νにゅーαあるふぁ κάνω κάτι
    ⮡  He is bent on getting rich quick.
    Βάλθηκε νにゅーαあるふぁ πλουτίσει γρήγορα.