bequem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

bequem (de)

  • άνετος
    das Zimmer ist sehr bequem - τたうοおみくろん δωμάτιο είναι πολύ άνετο