berichten
Μετάβαση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]berichten (de)
- πληροφορώ, μεταδίδω νέα, αναφέρω
- Er berichtete über den Verlauf seiner Arbeit. - Έδωσε αναφορά
γ ι α τ η ν πορεία της δουλειάςτ ο υ . - Aus London berichtet unser Journalist... - Από
τ ο Λονδίνο μεταδίδειο δημοσιογράφος μας...
- Er berichtete über den Verlauf seiner Arbeit. - Έδωσε αναφορά