bias
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bias (en) πληθυντικός: biases ή biasses
- κλίση, τάση υπέρ ή κατά κάποιου· προς ή ενάντια
σ ε κάτι,μ ι α άποψηκ .λ π . - λοξότητα, λοξοδρόμισμα,
π ο υ είναι λοξό (όπως κόψιμο υφάσματος, τεμάχιο γηςκ .λ π .)·η διαγώνια γραμμή μεταξύ στημονιούκ α ι υφαδιού κατάτ η ν ύφανση - (ηλεκτρονική) πόλωση
σ ε ηλεκτρικό κύκλωμα - (στατιστική)
τ ο σφάλμα απόκλισης της αναμενόμενης τιμήςπ ο υ λαμβάνεται απότ α δεδομένα ενός δείγματοςμ ε τ η ν πραγματική τιμήπ ο υ υπάρχεισ τ ο ν ερευνώμενο πληθυσμό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]bias (en)