bias

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bias (en) πληθυντικός: biases ή biasses

  1. κλίση, τάση υπέρ ή κατά κάποιου· προς ή ενάντια σしぐまεいぷしろん κάτι, μみゅーιいおたαあるふぁ άποψη κかっぱ.λらむだπぱい.
     συνώνυμα: μεροληψία, προδιάθεση, προκατάληψη, προτίμηση
  2. λοξότητα, λοξοδρόμισμα, πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι λοξό (όπως κόψιμο υφάσματος, τεμάχιο γης κかっぱ.λらむだπぱい.)· ηいーた διαγώνια γραμμή μεταξύ στημονιού κかっぱαあるふぁιいおた υφαδιού κατά τたうηいーたνにゅー ύφανση
  3. (ηλεκτρονική) πόλωση σしぐまεいぷしろん ηλεκτρικό κύκλωμα
  4. (στατιστική) τたうοおみくろん σφάλμα απόκλισης της αναμενόμενης τιμής πぱいοおみくろんυうぷしろん λαμβάνεται από τたうαあるふぁ δεδομένα ενός δείγματος μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー πραγματική τιμή πぱいοおみくろんυうぷしろん υπάρχει σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ερευνώμενο πληθυσμό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

bias (en)

  1. στραβώνω
  2. προκαταλαμβάνω, επηρεάζω, προδιαθέτω, μεροληπτώ
  3. (ηλεκτρονική) πολώνω