biscuit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biscuit (en)

  1. μπισκότο
  2. είδος ψωμιού μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん οποίο εφοδιάζονταν τたうαあるふぁ πλοία
  3. κεραμικό χωρίς στίλβωση



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biscuit (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]