bitch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bitch bitches

bitch (en)

  1. ηいーた σκύλα (τたうοおみくろん θηλυκό σκυλί ή υβριστικός χαρακτηρισμός)
  2. (χυδαίο) οおみくろん/ηいーた παθητικός/ή σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ σχέση (συχνά ειρωνικά γがんまιいおたαあるふぁ κάποιον πぱいοおみくろんυうぷしろん ηττήθηκε)
    You are going down! You're so gonna be my bitch tonight. λείπει ηいーた μετάφραση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • life's a bitch and then you die (επίσης: life's a bitch): δηλώνει γενική απαισιοδοξία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας bitch
γ΄ ενικό ενεστώτα bitches
αόριστος bitched
παθητική μετοχή bitched
ενεργητική μετοχή bitching

bitch (en)

  • παραπονιέμαι, γκρινιάζω
    Quit bitching about the problem and do something about it - Σταμάτα νにゅーαあるふぁ γκρινιάζεις γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん πρόβλημα κかっぱαあるふぁιいおた κάνε κάτι γがんまιいおた' αυτό.